- -μάρα
- παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε -μός (πρβλ. βαρεμός > βαρεμάρα) ή από μεγεθυντικά ουδέτερα σε -αμα (πρβλ. σίχαμα > σιχαμάρα) + μεγεθ. κατάλ. -άρα (για τη δεύτερη κατηγορία πρβλ. -αμάρα).Λέξεις σε -μάρα (για περισσότερα παραδείγματα βλ. και -αμάρα): αγριεμάρα, αλληλοφαγωμάρα, αναστατωμάρα, αποβλακωμάρα, αποχαυνωμάρα, βαργεστημάρα, βαρεστημάρα, γκαβωμάρα, ζαβλακωμάρα, ζαβωμάρα, κομμάρα, κομματάρα, κρυωμάρα, λιγωμάρα, λυσσασμάρα, νεκρωμάρα, ξελιγωμάρα, παλαβωμάρα, πλακωμάρα, σαστιμάρα, σκοτισμάρα, στραβωμάρα, τρομάρα, τυφλωμάρα, φαγωμάρα, φουσκωμάρα, χαζωμάρα, χαροτρομάρα].
Dictionary of Greek. 2013.